αγόνιμος

αγόνιμος
-ο [γόνιμος]
αυτός που δεν είναι γόνιμος, ο άγονος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αγονιμότητα — η [αγόνιμος] έλλειψη γονιμότητας, αφορία, ακαρπία, αγονία, ασπερμία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”